- αντίμετρο, το
- αντίμετρο, το και συνηθ. στον πληθ., αντίμετρα ενέργειες για εξουδετέρωση άλλων ενεργειών: Πάρθηκαν αντίμετρα κατά της χώρας Α που απαγόρεψε την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.