αντίμετρο, το

αντίμετρο, το
αντίμετρο, το και συνηθ. στον πληθ., αντίμετρα ενέργειες για εξουδετέρωση άλλων ενεργειών: Πάρθηκαν αντίμετρα κατά της χώρας Α που απαγόρεψε την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντίμετρο — το μέτρο το οποίο λαμβάνεται για να εξουδετερώσει κάποιο άλλο μέτρο, να προλάβει μια ενέργεια του αντιπάλου ή να την εξουδετερώσει …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”